- υριατόμος
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕρον* «σμήνος» (μέσω ενός αμάρτυρου *ὑρία) + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
свирель — род. п. и, ж., укр. свирiль, свирiлка, др. русск., ст. слав. свирѣль κιθάρα (Супр.), болг. свирол свирель , сербохорв. свѝрала свирель , словен. sviralо музыкальный инструмент . Производное от *svirati, др. русск. свирати, свиряти играть на… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek